- ἰδιωτικῶς
- ἰδιωτικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
Λικίνιος — (Valerius Licinianus Licinius, ; – 325 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (307 324). Στέφθηκε αυτοκράτορας κατά την τελευταία περίοδο της τετραρχίας. Μετά τον θάνατο του Γαλέριου και την ήττα των συναυτοκρατόρων Μαξέντιου (από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το… … Dictionary of Greek
ημερικώς — ἡμερικῶς (Α) κατά την ημέρα, κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα κατά τα παρ. επίρρ. τών επιθ. σε ικός (πρβλ. ιδιωτικώς, ουσιαστικώς)] … Dictionary of Greek
θαρρικώς — θαρρικῶς και ά (Μ) επίρρ. με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρρος κατά τα παρ. επιρρ. τών επιθ. σε ικός (πρβλ. ιδιωτ ικός > ιδιωτικώς)] … Dictionary of Greek
ιδιαζόντως — (ΑΜ ἰδιαζόντως) επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο μσν. 1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια 2. διακεκριμένα μσν. αρχ. ξεχωριστά, ανεξάρτητα από... [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων τού ρ. ιδιάζω] … Dictionary of Greek
μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… … Dictionary of Greek
ՌԱՄԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0681 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἱδιωτικῶς vulgari modo. Որպէս ռամիկ ոք. ըստ օրինի ռամկաց. *Բարեօք ըստ մարմնոյն ունելով, եւ ոչ ռամկապէս. Պղատ. օրին. ՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)